Σελίδες

ΟΠΑ1ΓΔ

ΟΠΑ1ΓΔ
Μέλη της ΟΠΑ1ΓΔ τη Σχολική χρονιά 2016-2017

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Αλάτωση εδάφους

To θέμα επιμελήθηκε η μαθήτρια της ομάδας Περιβαλλοντικής Αγωγής Αφεντουλίδου Νικολέτα, του τμήματος Γ2
Με τον όρο αλάτωση (ή αλμύρινση) νοείται ο εμπλουτισμός σε άλατα της επιφάνειας του εδάφους. Ως φυσικό φαινόμενο η αλάτωση παρατηρείται σε εδάφη που σχηματίζονται στις χαμηλότερες - από άποψη ανάγλυφου - θέσεις, στις οποίες η στάθμη του εδαφικού νερού φτάνει ορισμένες εποχές μέχρι την επιφάνεια του εδάφους. Επίσης παρατηρείται σε περιοχές δέλτα ποταμών, σε παραθαλάσσιες περιοχές κ.λπ., δηλαδή εκεί όπου τα νερά των βροχών μεταφέρουν και αποθέτουν τα άλατα από τις υψηλότερες περιοχές, λόγω έλλειψης φυσικής αποχέτευσης ή υπόγειας αποστράγγισης. Τα εδάφη αυτά είναι πλούσια σε διαλυτά άλατα, όπως το ανθρακικό νάτριο (Νa2CO3), το όξινο ανθρακικό νάτριο (ΝaHCO3), το θειικό νάτριο (Νa2SO4), το θειικό μαγνήσιο (ΜgSO4), το χλωριούχο νάτριο (NaCl), και το χλωριούχο μαγνήσιο (ΜgCl2). Κύριοι συντελεστές του σχηματισμού τους είναι το ξηρό ή το ημίξηρο κλίμα και η υψηλή στάθμη των υπόγειων νερών. Ο σχηματισμός αλατούχων εδαφών είναι δυνατός και όταν η περιεκτικότητα σε άλατα των υπόγειων νερών είναι σχετικά χαμηλή. Η βλάστηση στα εδάφη αυτά αποτελείται από αλόφυτα και άλλα φυτά ανθεκτικά στα άλατα. Ως περιβαλλοντικό πρόβλημα η αλάτωση αποτελεί ένα από τα κυριότερα ζητήματα της αρδευόμενης γεωργίας - αφού μπορεί να οδηγήσει βαθμιαία στο να καταστούν τα εδάφη ακατάλληλα για γεωργική χρήση - και οφείλεται στην κακή διευθέτηση της άρδευσης. Σε παγκόσμιο επίπεδο το 1/3 της ξηράς είναι ημίξηρο ή ξηρό και το μισό αυτής της έκτασης αποτελείται από εδάφη που έχουν υποστεί σε κάποιο βαθμό αλάτωση. Το αρδευτικό νερό ακόμη και της καλύτερης ποιότητας περιέχει σε αντίθεση με το βρόχινο, διαλυτά άλατα, συνήθως διττανθρακικά, θειϊκά και χλωριούχα του ασβεστίου, του μαγνησίου και του νατρίου, τα οποία δεν προσλαμβάνονται από τα φυτά και συνεπώς συσσωρεύονται στο έδαφος. Η συσσώρευση είναι μεγαλύτερη όταν: (α) το ύψος του βρόχινου νερού δεν είναι αρκετά μεγάλο, ώστε να επιφέρει έκπλυση και απομάκρυνση των αλάτων προς τις κατώτερες εδαφικές στρώσεις, (β) οι αρδεύσιμες περιοχές χαρακτηρίζονται από μικρές κλίσεις που δυσχεραίνουν την απομάκρυνση του υπόγειου νερού, διευκολύνοντας την ανύψωση της στάθμης του. Η ανύψωση αυτή επιταχύνει την εξάτμιση του υπόγειου νερού στην επιφάνεια και οδηγεί στην αλατοποίηση του εδάφους. Επιπλέον τα αρδευτικά έργα που αξιοποιούν υπόγεια νερά θα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η αναπλήρωση του νερού, γιατί αλλιώς τα υπόγεια νερά είτε εξαντλούνται είτε μετατρέπονται σε υφάλμυρα όταν βρίσκονται σε υδραυλική επικοινωνία με τη θάλασσα. Η υφαλμύρωση των υπόγειων οριζόντων οδηγεί σε αλάτωση του εδάφους. Στην Ελλάδα η άρδευση αν και είναι απαραίτητη για ορισμένα είδη γεωργίας δεν έχει σχεδιαστεί πάντα με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η αλάτωση. Έτσι η αλάτωση στην Ελλάδα ως παρενέργεια της άρδευσης και της αποστράγγισης που αποσκοπούν στην αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας επηρεάζει περίπου 300.000 εκτάρια γης. Στη Νότια Μεσοποταμία και στην περιοχή του ποταμού Ντιγιάλα, όπου οι Σουμέριοι εφάρμοζαν τις αρδεύσεις σε εκτεταμένη κλίμακα, η μείωση της παραγωγικότητας των εδαφών λόγω αλάτωσης άρχισε να γίνεται αισθητή από το 2400 π.Χ. Η μείωση αυτή συνεχίστηκε επί αιώνες για να οδηγήσει τελικά γύρω στο 1700 στην ουσιαστική εγκατάλειψη των περιοχών αυτών. Σε επιγραμμένες πλάκες της περιόδου αυτής, που βρέθηκαν στην περιοχή της Λαγκάς, περιέχονται εξαιρετικά παραστατικές περιγραφές των αλατούχων εδαφών, αλλά και στοιχεία που αποδεικνύουν τη Βαθμιαία μείωση της απόδοσης των καλλιεργούμενων φυτών. Η υποβάθμιση αυτή των εδαφών θεωρείται ως η βασική αιτία της κατάλυσης της αυτοκρατορίας των Σουμερίων, που ακολουθήθηκε από τη μετατόπιση της γεωργικής, πολιτιστικής και πολιτικής δραστηριότητας στην Κεντρική Μεσοποταμία, στη Βαβυλωνία, και αργότερα στις Ασσυριακές πρωτεύουσες της Βόρειας Μεσοποταμίας. Και οι περιοχές αυτές δοκιμάστηκαν από την αλάτωση των εδαφών τους, που στην Κεντρική Μεσοποταμία άρχισε να γίνεται αισθητή από το 1300 π.Χ. ενώ στη Βόρεια Μεσοποταμία από το 1200 π.Χ. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος,Λάρους,Μπριτάννικα Στη μεσογειακή ζώνη το φαινόμενο της αλάτωσης είναι συνηθισμένο. Περίπου το 25% (16 εκατ. εκτάρια) επί του συνόλου των αρδευόμενων εκτάσεων των ευρωπαϊκών μεσογειακών χωρών έχουν επηρεαστεί από την αλάτωση (FAO 1996, http://www.grida.no/geo/geo3/english/141.htm#fig65 ). Όμως και σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, του Καυκάσου και της κεντρικής Ασίας αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αλάτωσης εξαιτίας ακατάλληλων συστημάτων άρδευσης. Για παράδειγμα, οι μισές αρδευόμενες εκτάσεις του Ουζμπεκιστάν υφίστανται ενός βαθμού αλάτωση. Βέβαια οι οικονομικές συνέπειες είναι μεγάλες. Έχει υπολογιστεί, π.χ., ότι στις χώρες της κεντρικής Ασίας η αλάτωση μείωσε την απόδοση βαμβακιού από 280 σε 230 τόνους ανά τετρ. χλμ. από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, παρά την αύξηση στη χρήση λιπασμάτων. Πηγή: env-edu.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου